- προστάγματος
- πρόσταγμαordinanceneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοκλάζω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) κάθομαι με λυγισμένα τα γόνατα έτσι ώστε το πίσω μέρος τών μηρών να ακουμπήσει στις φτέρνες («δεδιδαγμένων ἵππων ὀρειβατεῑν καὶ κατοκλάζεσθαι ῥᾳδίως ἀπό προστάγματος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀκλάζω «κάθομαι… … Dictionary of Greek
πρόσταγμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίταγμα Α [προστάσσω] το αποτέλεσμα τού προστάζω, προσταγή («οὐκοῡν καὶ τοῡτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῑς φύλαξι προστάζομεν», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «έχω το πρόσταγμα» α) στρ. έχω τη διοίκηση στρατευμάτων σε επίσημη τελετή β) μτφ.… … Dictionary of Greek
Θεοφάνους συνεχισταί — Ιστορικό έργο του 10ου αι., που γράφτηκε από ομάδα συγγραφέων κατά διαταγή του Κωνσταντίνου Z’ του Πορφυρογέννητου ως συνέχεια του έργου του Θεοφάνη του Ομολογητή. Είναι επίσης γνωστό με τους ελληνικούς τίτλους Οι συνεχίζοντες τον Θεοφάνη, Οι… … Dictionary of Greek